ομηρητήρες

ομηρητήρες
ὁμηρητῆρες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκόλουθοι, συνήγοροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. ὁμηρητῆρες έχει διορθωθεί σε ὁμαρτητῆρες (πρβλ. ρ. ομαρτώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”